- πρωτόγαλα
- (-ακτος) τό молозиво, молоко новотельной коровы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτόγαλα — άλακτος, το, ΝΜΑ 1. το γάλα που εκκρίνεται τις πρώτες ημέρες αμέσως μετά τον τοκετό από τους μαστούς τής γυναίκας και όλων τών θηλυκών θηλαστικών και το οποίο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που τό κάνουν να διακρίνεται από το κανονικό γάλα, αλλ.… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek
κολάστρα — και κολιάστρα, η, και κόλαστρο, το το πρώτο και γεμάτο λιπαρές ουσίες γάλα θηλαστικού μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρωμουν. colastră < λατ. colostrum] … Dictionary of Greek
πίρα — η ζύθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. birra < γερμ. bier, πιθ. < αρχ. αγγλ. bӯstinj «πρωτόγαλα»] … Dictionary of Greek
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
πυρίεφθον — τὸ, Α το πρωτόγαλα, η κολάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ἑφθός, ρημ. επίθ. τού ἕψω «ψήνω»] … Dictionary of Greek
πυριάτη — ἡ, Α το πρωτόγαλα αγελάδας ή άλλου ήμερου ζώου το οποίο γεννά για πρώτη φορά, κολάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυριατή, θηλ. τού ρημ. επιθ. πυριατός (< πυριῶ), με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
πυός — ὁ, Α το πρώτο γάλα γυναίκας ή ζώου μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη ετυμολ., η λ. πυός συνδέεται με τη λ. πύον (βλ. λ. πύθω), εφόσον ο τ. αποδίδει την ιδιότητα τού ξινού που χαρακτηρίζει τα σάπια πράγματα (πρβλ. αρχ … Dictionary of Greek
πύαρ — το / πῡαρ, ΝΑ το πρωτόγαλα, το πρώτο γάλα τής μητέρας αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πῡαρ πυτία». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυός] … Dictionary of Greek
κολάστρα — κολάστρα, η και κουλάστρα, η και κόλαστρο, το (λ. λατ.), το πρώτο γάλα μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)